φίλδισι

φίλδισι
το см. φίλντισι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φίλδισι" в других словарях:

  • φίλδισι — το, Ν βλ. φίλντισι …   Dictionary of Greek

  • φίλδισι — το βλ. φίλντισι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίλντισι — και φίλδισι, το, Ν 1. ελεφαντόδοντο 2. μάργαρος, σεντέφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fil disi …   Dictionary of Greek

  • fildeş — FÍLDEŞ, (1) fildeşi, s.m., (2) fildeşuri, s.n. 1. s.m. Fiecare dintre dinţii incisivi ai unui elefant. ♦ (înv.) Elefant. 2. s.n. Substanţă osoasă de culoare albă din care sunt alcătuiţi dinţii incisivi de elefant şi din care se fac diferite… …   Dicționar Român

  • φίλντισι, το — και φίλδισι,το (λ. τουρκ.) 1. το ελεφαντοκόκαλο ή το ελεφαντόδοντο. 2. ο μάργαρος, το σεντέφι, η μαντραπέρλα: Κουμπί από φίλντισι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»