φίλδισι
Смотреть что такое "φίλδισι" в других словарях:
φίλδισι — το, Ν βλ. φίλντισι … Dictionary of Greek
φίλδισι — το βλ. φίλντισι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλντισι — και φίλδισι, το, Ν 1. ελεφαντόδοντο 2. μάργαρος, σεντέφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fil disi … Dictionary of Greek
fildeş — FÍLDEŞ, (1) fildeşi, s.m., (2) fildeşuri, s.n. 1. s.m. Fiecare dintre dinţii incisivi ai unui elefant. ♦ (înv.) Elefant. 2. s.n. Substanţă osoasă de culoare albă din care sunt alcătuiţi dinţii incisivi de elefant şi din care se fac diferite… … Dicționar Român
φίλντισι, το — και φίλδισι,το (λ. τουρκ.) 1. το ελεφαντοκόκαλο ή το ελεφαντόδοντο. 2. ο μάργαρος, το σεντέφι, η μαντραπέρλα: Κουμπί από φίλντισι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)